Το κατέγραψε η Δόμνα Σαμίου στο Σκουτάρο της Λέσβου από τη δεκάχρονη Φιλισία Βουρτζούμη και τη γιαγιά της, το 1975.
Από τον δίσκο "Λέσβος Αιολίς": τραγουδάει όμιλος γυναικών (ηχογράφηση 1994) Το τραγούδι προσδιορίζεται ως προς την προέλευση από τον Μανταμάδο. Η συλλαβική μελωδία ταιριάζεται σε εξάσημο ρυθμό (2+4) από άρση στο πρώτο ημιστίχιο, σε πεντάσημο και εξάσημο στο δεύτερο (πηγή: Λέσβος Αιολίς, Συλλογή - επιμέλεια Νίκος Διονυσόπουλος).
Στίχοι
Θέλω ν’ ανέβω στα ψηλά, καλέ, θέλω ν’ ανέβω στα ψηλά, καλέ
στ’ άγιου Γιωργιού το δώμα, στ’ άγιου Γιωργιού το δώμα
να κόψω δυο γαρίφαλα, να κάνω φροκαλίτσα
να φροκαλώ τη θάλασσα, ν’ αράζουν τα καράβια.
Ένα καράβι άραξε στου βασιλιά την πόρτα,
ο βασιλιάς δεν ήτανε μόν’ τρεις βασιλοπούλες.
[Την μια την λέγαν Ρήγινα την άλλη Αμερσούδα,
την άλλη τη μικρότερη τη λέγαν Πιρμαθούλα]
H μια κεντάει τον ουρανό κι η άλλη το φεγγάρι
κι απ’ όλες η μικρότερη κεντάει το μαντηλάκι.
Kέντα το κόρη, κέντα το, του ’ρβωνιασ’τκού σ’ μαντήλι
να βάλεις μέσα ζάχαρη και κόκκινη μαστίχα
(και γέμισέ το ζάχαρη και στείλ`το στ` αργαστήρι)
να το πηγαίνεις στο σχολειό κι απ’ το σχολειό στο σπίτι.
(κι απ`τ`αργαστήρι στο σχολειό κι απ`το σχολειό στο σπίτι)
Kι αν δεν είν’ πόρτα ανοιχτή, ρίχτ’ απ’ το παραθύρι,
να βγει ο γαμπρός με τ’ άρματα κι η νύφη με τ’ς αλ’σίδες.
Δόμνα Σαμίου - Παιδική χορωδία - Θέλω ν’ ανέβω στα ψηλά (Μυτιλήνης) από το δίσκο "Η περπερούνα και άλλα τραγούδια του λαού μας για παιδιά"
Στη Λέσβο ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο το έθιμο της κούνιας (αιώρας). Οι κούνιες συνήθως ήταν συνδεδεμένες με το Πάσχα και τις ανοιξιάτικες γιορτές. Συμμετείχαν σε αυτές κορίτσια και αγόρια, μερικές φορές δε και άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Έβγαιναν στις εξοχές και κρέμαγαν κούνιες σε κλαδιά δέντρων. Συνηθέστερα όμως έκαναν κούνιες μέσα στο χωριό, σε μεγάλα δέντρα και στις αυλόπορτες των σπιτιών. Η κούνια μπορούσε επίσης να κρεμαστεί από ένα χοντρό ξύλο, το "σιμιντούκ`", το οποίο στερέωναν ανάμεσα σε δυο δώματα στα στενά σοκάκια, και οι "φορτσάρες" (ταλαντώσεις) γίνονταν κατά μήκος του δρόμου.
Τα παλιά χρόνια, οι ημέρες με τις κούνιες ήταν από τις λίγες φορές του χρόνου που οι "λεύτερες" κοπέλες είχαν το δικαίωμα να βγουν μόνες του έξω.
Οι κούνιες λειτουργούσαν και ως "νυφοπάζαρο", όπου οι συμμετέχοντες έβρισκαν την ευκαιρία να εκφράσουν τα αισθήματά τους με κατάλληλα τραγούδια και παινέματα. Ήταν ένα "παζάρ`, που οι νέοι χάραζαν (διάλεγαν) τις κοπέλες", όπως λένε χαρακτηριστικά. Οι κοπέλες ήταν δυο-δυο πάνω στην κούνια και πολλές φορές είχαν στη μέση ένα μικρό παιδί. Οι νέοι έλεγαν δίστιχα για τις κοπέλες και αυτές απαντούσαν ανάλογα. Πολλές φορές, μέσα σε αυτόν τον διάλογο, γινόταν γνωστό ή έπαιρνε επισημότητα κάποιο "αίσθημα". Τα παινέματα στις κοπέλες που ήταν στην κούνια, τα έλεγαν συνήθως οι φιλενάδες τους, ενώ τα αγόρια "κόντευαν" (έστεκαν κοντά) και σχολίαζαν χαμηλόφωνα.
Τα τραγούδια της κούνιας είναι πολλά και διάφορα. Κάθε χωριό είχε τα δικά του, με διαφορετικές μελωδίες. Διαφορετικές ήταν επίσης οι ημερομηνίες που γίνονταν οι κούνιες σε κάθε περιοχή: Κυριακή του Πάσχα και Λαμπροδευτέρα (Μιστεγνά, Μπορός, Σκουτάρος, Πλαγιά), Λαμπροτρίτη (Αγιάσος) και του Αγίου Γεωργίου (Μεσότοπος, Πλαγιά), κάθε Πέμπτη από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή (Νάπη), στις 29 και 30 Ιουνίου που αντιστοιχούν στις εορτές Πέτρου και Παύλου, και των Αγίων Αποστόλων (Μανταμάδος), την Πρωτομαγιά καθώς και στη διάρκεια ή τις Κυριακές έως την Πεντηκοστή (Αγιάσος), "μέσα στα σαράντα της Λαμπρής" (Κάπη) κλπ. Η σύνδεση με το Πάσχα πάντως είναι εμφανής. Έτσι, πολλές φορές τα τραγούδια της κούνιας ξεκινούσαν ταιριάζοντας το αναστάσιμο τροπάριο με ερωτικά δίστιχα, που ακολουθούσαν ως "προσόμοια" στο τροπάριο. Το τραγούδι της κούνιας τελειώνει με ένα στερεότυπο επιφώνημα και με το μέτρημα των τριών τελευταίων αιωρημάτων, πριν την αλλαγή του κάθε ζευγαριού.